αρχηγείο

αρχηγείο
το
η έδρα του αρχηγού, η διοίκηση και το επιτελείο μιας στρατιωτικής υπηρεσίας: Εδώ στεγάζεται το αρχηγείο Ναυτικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχηγείο — το 1. η έδρα του αρχηγού 2. η διοίκηση και το επιτελείο στρατιωτικών υπηρεσιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχηγός. Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τύπο αρχηγείον από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • ΕΚΚΑ — (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωση). Αντιστασιακή οργάνωση που έδρασε στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής Κατοχής, κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η οργάνωση ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, με την πρωτοβουλία του πολιτευτή Γ. Καρτάλη και των Α.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… …   Wikipedia

  • αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …   Dictionary of Greek

  • ιππαρχείον — ἱππαρχεῑον, τὸ (A) [ίππαρχος] αρχηγείο τών ιππάρχων …   Dictionary of Greek

  • καταπέμπω — (AM καταπέμπω) στέλνω κάτι προς τα κάτω μσν. 1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία 2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.) αρχ. 1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια 2. (ειδ …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχείο — το 1. οικοδόμημα όπου είναι εγκατεστημένος ο ναύαρχος, η έδρα τού ναυάρχου, καθώς και οι υπηρεσίες και τα γραφεία που υπάγονται σε αυτήν 2. ονομασία κατά το 1944 τού ελληνικού υπουργείου Ναυτικών στην Αλεξάνδρεια 3. (στην Αγγλία και σε άλλα… …   Dictionary of Greek

  • Αραφάτ, Γιασέρ — (Yasir Αrafat, Ιερουσαλήμ 1929 –).Παλαιστίνιος ηγέτης, πρόεδρος της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Καΐρου (1952 56), όπου άρχισε και την αντιστασιακή του δράση κατά των Ισραηλινών, ιδρύοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”